- γιαούρτη
- η , γιαούρτητι τό югурт, кислое молоко, простокваша
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γιαούρτη — γιαούρτη, η και γιαούρτι, το (λ. τουρκ.), γάλα πηγμένο: Γιαούρτι στραγγιστό. – Γιαούρτι πρόβειο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γιαούρτη — η βλ. γιαούρτι … Dictionary of Greek
γιαούρτι — Τρόφιμο που παρασκευάζεται από το γάλα, με τη βοήθεια γαλακτοβακίλλων που διασπούν το γαλακτοσάκχαρο και έτσι προκαλούν την πήξη τους. Είναι πλούσιο σε θρεπτική αξία αλλά και σε βιταμίνες του συμπλέγματος Β που σχηματίζονται από τον μεταβολισμό… … Dictionary of Greek
ξινόγαλα — ξινόγαλα, το και ξινόγαλο, το 1. αυτό που μένει μετά την αφαίρεση του βουτύρου από το γάλα, αλλ. αριάνι, το, ματάνι, το, μπινίτσα, η, κεφίρ, το. 2. (καταχρηστικά), η γιαούρτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)